λιθοβόλια

λιθοβόλια
λιθοβόλια, τὰ (Α) [λιθοβόλος]
εορτή στην Τροιζήνα προς τιμήν τών παρθένων Δαμίας καί Αυξησίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λιθοβολία — λιθοβολίᾱ , λιθοβολία throwing of stones fem nom/voc/acc dual λιθοβολίᾱ , λιθοβολία throwing of stones fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοβολία — η (AM λιθοβολία) [λιθοβολώ] 1. η βολή λίθων 2. η θανάτωση με πετροβόλημα νεοελλ. αθλητικό αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής ρίχνει λίθο, κν. λιθάρι …   Dictionary of Greek

  • λιθοβολία — η αθλητικό αγώνισμα στο οποίο οι αγωνιζόμενοι έριχναν κυλινδρικό λίθο, το λιθάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθοβολίας — λιθοβολίᾱς , λιθοβολία throwing of stones fem acc pl λιθοβολίᾱς , λιθοβολία throwing of stones fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοβολίαι — λιθοβολίᾱͅ , λιθοβολία throwing of stones fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοβολίαν — λιθοβολίᾱν , λιθοβολία throwing of stones fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθοβολίῃσιν — λιθοβολία throwing of stones fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γεωργαντάς, Νικόλαος — (1880 – 1958). Ολυμπιονίκης στη δισκοβολία και στη λιθοβολία. Αθλητής του Πανελληνίου ΓΣ, αφού καθιερώθηκε ως πανελλήνιος πρωταθλητής ρίψεων (στα αγωνίσματα ρίψεων συγκαταλεγόταν τότε και η λιθοβολία), συμμετείχε στην Ολυμπιάδα του Σεντ Λούις των …   Dictionary of Greek

  • αυξησία — Αρχαία θεότητα της γης, που τη λάτρευαν στην περιοχή της Επιδαύρου, γιατί σύμφωνα με την παράδοση είχε σώσει τους κατοίκους της από αφορία και λιμό. Άλλη παράδοση εμφανίζει την Α. παρθένα από την Κρήτη, που ήρθε στην Τροιζήνα με τη φίλη της Δαμία …   Dictionary of Greek

  • λευσμός — λευσμός, ὁ (Α) [λεύω] λιθοβολία, λιθοβολισμός («τίς ἔσθ ὁ μέλλων σκόλοπος ἢ λευσμοῡ τυχεῑν», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”